Κάποτε έπαιζες στην Άγρια Δύση
αθώα πριγκίπισσα που ψάχνει αλήτη
και στης πλατείας τα τραπεζάκια
ήσουνα μούρη στα πηγαδάκια
Κάποτε μίλαγες σαν τον Μπουχάριν
με στόμα της Μάτα και της Ντέμπορα Χάρι
και στα παρτάκια ανοιξιάτικο βράδυ
ένα μπλουζ του Κριστόφ με αντάρτικο χάδι
Α καλά, σιγά το πράγμα
Λούπ ντε λα, σιγά το πράγμα
Απογειώνομαι για να σε φτάσω
μα ξημερώνει πριν να σε χορτάσω
και στου πευκώνα τα άδεια παγκάκια
η πετσέτα στο λαιμό με λιωμένα παγάκια
Α καλά, σιγά το πράγμα
Λούπ ντε λα, σιγά το πράγμα
Σε είδα μια μέρα στην πρώτη σελίδα
να είσαι αγκαζέ μ’ έναν τύπο ατσίδα
γιατί η γυναίκα ξέρεις πάντα χρωστάει
σε όποιον στολίζει το εγώ της με χάρη
Α καλά, σιγά το πράγμα
Λούπ ντε λα, σιγά το πράγμα
Τώρα που μοιάζω σαν να μη θυμάμαι
και συ φωνάζεις σουφραζέτα θα `μαι
στο πουθενά που μας πήγε η σκάλα
μου λες θα μείνουμε δυο φίλοι για πάντα
Α καλά, σιγά το πράγμα
Λούπ ντε λα, σιγά το πράγμα
Этот текст прочитали 304 раз.