Μάνος Κατράκης - Αφήγηση, Πρόζα α Тексты

Πέρασαν κοντά τέσσερα χρόνια από τη μέρα
που η Ελλάδα μπήκε στον πόλεμο.
Η πανδημία του ελληνικού λαού πολεμούσε
και μάχονταν ενάντια στον εχθρό
στις τάξεις και στις γραμμές της εθνικής μας αντίστασης.
Πριν ακουστεί το φονικό
η Κοκκινιά ήταν μια απλή συνοικία του Πειραιά
με χαμηλά σπίτια και καπνούς από τις φάμπρικες
στις στέγες της.
Τα ροζιασμένα χέρια σφίγγονταν
με νόημα στην καλημέρα
και πλατιά χαμόγελα ανταλλάσσονταν
τις καθημερινές και τις σχόλες
με την ευχή καλή λευτεριά.
Κι ως απ’ τη φύση ήταν γραφτό να ‘ρθει ο Τρυγητής
ήρθε ο Αύγουστος σε πόλεμο να πάμε
και σαν πέρασε της Παναγιάς η μέρα
στο δεύτερο ξημέρωμα, δεκαεφτά του Τρυγητή
σκύλα μέρα, δίσεχτη μέρα, κατάρα στην κατάρα για μέρα
μέρα που δεν σταμάταγε ο χρόνος
που δεν ξεσκίζονταν τα φύλλα του ημερολογιού.
Μέρα που μάζεψαν στην εκκλησιά τα παλικάρια
και πλημμύρισε η χώρα αίματα κι έσκουζε
για χρόνια ολόκληρα ο ουρανός απ’ τον καημό του,
που κάρφωσε το τελευταίο καρφί στα στήθια του Χριστού
ο Ισκαριώτης.
Αμόλησαν τα κεφάλια οι μανάδες στο βοριά.
Этот текст прочитали 113 раз.