Μάκης Σεβίλογλου - Φυλακή Тексты

Πώς έχτισα μια φυλακή τόσο μεγάλη πέτρινη
και έθαψα το γέλιο μου, την κάθε μου χαρά.
Κι ως έχτιζα την πέτρα της στ' ατέλειωτα τα μέτρα της
τα χέρια μου παλεύανε να λύσουν τη θηλιά.
Πως διάλεξα τέτοια ζωή, τόσο ακριβή μα ψεύτικη
και στην αυλή μου στέγνωσε το δέντρο το ψηλό.
Με γέλασε το όνειρο, κοιτώ με μάτι πονηρό
μη με ρωτάς αν σ' αγαπώ, φοβάμαι να στο πω.
Το καράβι που με πάει στη θάλασσα γυρνάει,
ποτέ του δε στεριώνει.
Κι ο αέρας που φυσάει, σχοινιά, κατάρτια σπάει
κι ο δρόμος δεν τελειώνει.
Πώς άδειασαν οι μέρες μου και ζω μες στις φοβέρες μου
κι οι ήλιοι ξεμακρύνανε, τραβήξανε γι' αλλού.
Χαρτί, μολύβι κράτησα και στις κορφές που πάτησα
δεν στάθηκα και βρέθηκα στα βάθη του γκρεμού.
Το καράβι που με πάει στη θάλασσα γυρνάει,
ποτέ του δε στεριώνει.
Κι ο αέρας που φυσάει, σχοινιά, κατάρτια σπάει
κι ο δρόμος δεν τελειώνει.
Το καράβι που με πάει στη θάλασσα γυρνάει,
κι όλο το κύμα οργώνει.
Κι ο αέρας που φυσάει, σχοινιά, κατάρτια σπάει
κι ο δρόμος δεν τελειώνει.
Этот текст прочитали 131 раз.