Μαίρη Δαλάκου - Ο καλός πολίτης Тексты

Σαν ήρτε η ώρα να πεθάνω,
έλα κοντά μου, μπαρμπα-Θάνο.
Δώσε μου πρώτα ένα ποτήρι,
ξέχειλο κι είναι το στερνό,
άνοιξε και το πανεθύρι
να μπει το φως το βραδινό.
Και μην αρχέψεις φασαρία
και μου τρομάξεις το παιδί
και την καημένη τη Μαρία,
που φως ηλιού δεν έχει δει,
του πλυσταριού την τρων οι τοίχοι
να ξενοπλένει και να βήχει.
Για να πλερώσεις τους παπάδες,
κάνε το γάιδαρο παράδες,
καρέγλες, μπατανίες ξεπούλα
κι απέ τη χήρα, πώς πονώ,
βαν τη σε πλούσιο σπίτι δούλα,
δως και το Λάμπη για ορφανό.
Βαριάν εσήκωσα τη χέρα
από θυμό μαζί και γούστο
κι έδειρα τη Μαριώ μια μέρα,
γιατί 'θελε καινούριο μπούστο.
Την έδερνα φορές πολλές
να με φοβάται, καθώς λες.
Όντας με πήρανε στρατιώτη
στον πόλεμο τον τελευταίο
καθάρισα πολλοί αιχμαλώτοι.
Κι άμα κανείς, εγώ δε φταίω,
γκρίνιαζ’ ενάντια του πολέμου
τον έστελνα μουσκέτο, Θε μου.
Κι αν αρρωστούσα κι αν πεινούσα,
πλούσιον κι αφέντη προσκυνούσα,
το θέλημά σου σεβαστό.
Και τώρα, πὄχω πια πεθάνει,
Παραδείσου, που μου κάνει,
άνοιχ’ την πόρτα· δε βαστώ.
Этот текст прочитали 139 раз.