Ανιστορώ τη μοναξιά τραγούδι να την κάνω
σ’ όλον τον κόσμο να το πω κι ύστερα να ποθάνω.
Πολλές φωτιές με ζώσανε κι εγώ δεν λέω σώνει
κι ήρθε τ’ αγέρι για δροσιά κι αυτό μου τις φουντώνει.
Ο τόπος μου δε με χωρά κι η ξενιτιά μαράζι
σαν κειό το μαύρο τ’ άρμενο που σκάλα δεν αράζει.
Μαύρη παντιέρα σήκωσα πα σε ψηλό κατάρτι
το χελιδόνι που `χασα ποτέ να μην ξανάρθει.
Θέλω να σύρω μια φωνή κάθε φωνή να πάψει
να κλάψουν τα ψηλά βουνά κι η θάλασσα να κλάψει.
Γω τραγουδώ την θάλασσα κι ο νους μου εσέ μαλώνει
που είσαι μικρή και ανήξερη και δεν ακούς τιμόνι.
Δες πως λουλούδισε ο καημός και δάκρυσ’ η χαρά μου
μπροστά στη μοίρα αμίλητη βαρώ τον ταμπουρά μου.
Άσπρη πετρούλα του γιαλού, κρουστή σαν το χαλάζι
χαλιέται γύρω ένας ντουνιάς και κείνη δεν αλλάζει.
Άνοιξε νυχτολούλουδο κι η νύχτα θα μας φέρει
απ’ το σκοτάδι του ουρανού το πιο γαλάζιο αστέρι.
Σαν άναψε τρανή φωτιά κι είδες πολύ μ’ αρέσει,
πηδώ την φλόγα να ζωστώ για την διπλή μου μέση.