Στα τζάμια πάγων’ η ανάσα,
σφύριζε έξω ο βοριάς,
στους δρόμους άναβαν τα φώτα
κι εσύ μου χτύπησες την πόρτα,
είπες δυο λόγια της χαράς.
Ήρθ’ η αγάπη ξανά για μας.
Μου μίλησες για ξένους τόπους
με άσπρα σπίτια χαμηλά,
για της γενιάς σου τους ανθρώπους,
είπες πως έμαθες τους τρόπους
για ν’ ανεβούμε πιο ψηλά.
Κι όλα μου τα ’πες πολύ απλά.
Στα τζάμια πάγωσ’ η ανάσα,
σφυρίζει απ’ έξω ο βοριάς,
και καρτεράω σαν και πρώτα
ένα σου χτύπημα στην πόρτα
νά ’ρθεις με λόγια της χαράς
και να σ’ ακούσω να μου μιλάς.