Σε λέγανε Ανέτα ή Μαλάμω,
τον ουρανό τον φέρνεις όλο χάμω.
Όλους τους δουλεύεις,
δουλεύεσαι κι εσύ
και το αντάλλαγμά σου,
ακριβό κρασί.
Σε φώναζαν Ανέτα ή Μαλάμω,
να σ’ αγκαλιάσω τώρα δε σε φτάνω.
Όλο κι ακριβαίνεις
και ξεχνάς το “ρε”
και μετακομίζεις
σ’ ένα ρετιρέ.
Τι ξέρω εγώ για σένα, εσύ για μένα,
δεν με νοιάζει για τα φώτα τα σβησμένα.
Κάνε πως χαϊδεύεις,
σε παρακαλώ,
διώξε και το φίδι
το φαρμακερό.