Νύχτωσε και πάλι
κι ένα ταβερνάκι
έκλεισε τις πόρτες του μπεκρή.
Κανένας δεν τον θέλει,
κανείς δεν τον γυρεύει,
ζει μια ιστορία θλιβερή.
Μεθάει και χτυπιέται,
την ώρα καταριέται
που αγάπησε χωρίς ν’ αγαπηθεί.
Κανένας δεν τον θέλει,
τον θάνατο γυρεύει,
θάνατο γυρεύει στο κρασί.
Νύχτωσε και πάλι
κι ένα ταβερνάκι
έκλεισε τις πόρτες του μπεκρή.
Κανένας δεν τον θέλει,
κανείς δεν τον γυρεύει,
ζει μια ιστορία θλιβερή.
Ζούσε μες στα πλούτη
και στην αρχοντιά του,
κοίτα πώς κατήντησε γι’ αυτή.
Κανένας δεν τον θέλει,
το θάνατο γυρεύει,
θάνατο γυρεύει στο κρασί.
Этот текст прочитали 369 раз.