Όλες εκείνες οι στιγμές που σου γελούν
κι εσύ κοιτάς να τις εντάξεις μες στο χρόνο
όλα τα αδέσποτα φιλιά να δεσμευθούν
όπως τα όνειρά σου που `μειναν στο δρόμο
Μήπως κι αυτά δε `ξεραν τι ζητούσες
Μήπως κι αυτά πετάγανε ψηλά
Μήπως κι αυτά το ξέραν αγαπούσες
Μήπως κι αυτά πλαγιάζαν μοναχά
Άναψε τη φωτιά της ερήμου η νυχτιά
και το σώμα σου πάλι θα καίει
το νερό τη φωτιάς πιες και πέτα ψηλά
ίσως νιώθει κι αυτή ότι φταίει
Άναψε τη φωτιά
Τώρα οι φίλοι πια για σένα δε ρωτούν
κι εσύ συλλαβίζεις το γιατί μέσα στον πόνο
χαμογελάς να δείχνεις πως καλοπερνούν
όμως τα όνειρά σου έμειναν στον δρόμο