Όλα κουτσά κι όλα στραβά,
πού πάει ο κόσμος, πού τραβά,
κουνάς τα χέρια σ’ έρμο δρόμο
σαν του κενού τον τροχονόμο.
Πώς μπλέχτηκες σ’ αυτό το βρόχι,
ανάμεσα στο ναι και τ’ όχι,
αχ, πικραμέ- πικραμένη μου γενιά
χτύπα γερή, γερή διπλοπενιά,
αχ, πικραμέ- πικραμένη μου γενιά
χτύπα γερή, γερή διπλοπενιά.
Τα μαγαζιά σφαλίσαν πια,
στη γη ξεμείναν τα κουπιά,
σου κόπηκε το κομπολόι,
σταμάτησε και το ρολόι.
Πώς μπλέχτηκες σ’ αυτό το βρόχι,
ανάμεσα στο ναι και τ’ όχι,
αχ, πικραμέ- πικραμένη μου γενιά
χτύπα γερή, γερή διπλοπενιά,
αχ, πικραμέ- πικραμένη μου γενιά
χτύπα γερή, γερή διπλοπενιά.
Αχ, πικραμέ- πικραμένη μου γενιά
χτύπα γερή, γερή διπλοπενιά. ( χ2 )