Σε ξένη χώρα μια βραδιά
εβρέθηκα στα ξαφνικά
με μια φτερούγα στην καρδιά
και με πασπόρτ εργάτη
Δεν ξέρω πώς να περπατώ
και πώς τη γλώσσα να μιλώ
κρατιέμαι να μη τρελαθώ
μα τρέμω και κομμάτι
Ρίχνει και χιόνι δυνατό
μα εγώ δεν έχω ούτε παλτό
στην χώρα μου το μήνα αυτό
γυρνάμε με σακάκι
Αλλιώς μου τά `παν στο χωριό
εγώ δεν ήθελα να `ρθώ
μου είπαν θά `βρω τον χρυσό
και βρήκα το φαρμάκι
Τον δρόμο παίρνω τον μακρύ
η νύχτα είναι φοβερή
και η βαλίτσα μου ανοιχτή
την κουβαλώ στην πλάτη
Ανοίγει η πόρτα του μπιστρό
πετάνε έξω έναν ξανθό
σκύβω στο φως για να τον δω
και βλέπω τον Σταμάτη
Με πήρε σπίτι ώρα δυο
και μού `βρασε βαρύ γλυκό
μα εγώ ξεσπάω σε λυγμό
και μού `δωσε ουζάκι
Την άλλη μέρα στις οχτώ
πήγα να δω τ’ αφεντικό
μα δε μου άνοιξε να μπω
κι είδα τον επιστάτη
Κι από τις πέντε το πρωί
με βάλανε μες στο κελί
Δευτέρα με Παρασκευή
δίπλα σ’ ενα παιδάκι
Δουλεύω τώρα χρόνια δυο
ξέχασα τον μικρό μου γιο
και τη φτερούγα μου μαδώ
σε τούτη εδώ την άκρη
Этот текст прочитали 296 раз.