Λάκης Παπαδόπουλος - Ανταύγειες Тексты

Η ζωή μου κρύβει ανταύγειες που δεν τις ξέρω
που με τυφλώνουν σε σκοτάδια πονηρά
όταν πεθαίνουν όλα φτάνουν και ξανασαίνω
χαράματα γυρνάω στην πόρτα τα κλειδιά

Χορεύοντας πέφτεις, λιώνεις, τρελή νιφάδα
στα ακρόριζά μου νερό φτάνεις, σε ρουφάω
στα κλώνια μου θ’ ανέβεις θα σε πάρει η αύρα
μα εγώ όσο ζω στο χώμα θ’ ακουμπάω

Από ψηλά θα χαζεύω το τοπίο
μαντήλια κόκκινα θα μου κουνάς στραβά
θα χαίρεσαι, θα γελάς και για τους δύο
θα τρέμει ο χρόνος, θα μετράει τη διαφορά

Τι ν’ αποδείξω, για ποιον και γιατί, δεν ξέρω
μόνος λωλαίνομαι, σύμπλεγμα έχω βαθύ
τ’ αυτιά μου βουίζουν, έχω κεφάλι πάλι
η ελπίδα πτώμα κρεμιέται από ύπνο ελαφρύ

Να κρυφτώ πια είναι αργά, μωρό με ξέρεις
με κουβαλάς στην πλάτη με κατηγορείς
απομιμήσεις, υφασμάτινες δάφνες τζάμπα
θα παραμένει σαν ο μόνος τρόπος ζωής

Ζωή που φτάνει που κάνει πως δεν προφτάνει
με παραμύθια πλεγμένη πονηρά
ρουφάει ψυχές μες στο βόμβο της που αυξάνει
μα όταν το παρεις πρέφα, θα `ναι φως μου αργά

Άνθρωποι εικόνων και χρωμάτων που δε βλέπουν
άνθρωποι λέξεων και προτάσεων χωρίς λαλιά
ράκη και δράκοι, οι ώρες δε μας αντέχουν
ύπνος απότομος, τέλειος, του θανατά

Γωνιά ζεστή κι ευχή θερμή
για τα παιδιά που μοιάζουν
αφορισμένα, μονότονα, διαφανή
παίρνω τη στράτα τ’ ουρανού
των ομμάτιών μου,
μα πέφτω δίπλα τους, πάλι κοντά τους
με χρυσή βροχή

Θεότητα που σκίζεται και σιγοπέφτει
σ’ αστραφτερή γιορτή μυαλού, σαν κομφετί
πάρε ψυχή μου, διάλεξε απόψε απόψεις
να `χεις να παίζεις στη σοφίτα μοναχή

Τα κοινά των άλλων ίσως, εμείς απέξω γύψος
αλλαλάζοντας με funcky
καπνίζοντας και λέξεις μη ψελλίζοντας
ψάχνοντας εκ του προχείρου

Η ζωή μου κρύβει ανταύγειες που δεν τις ξέρω
που με τυφλώνουν σε σκοτάδια πονηρά
όταν πεθαίνουν όλα φτάνουν και ξανασαίνω
χαράματα γυρνάω στην πόρτα τα κλειδιά

Παίρνουν φωτιά οι αριθμοί, μυρίζουν τα τραγούδια
εν’ όσο ουρλιάζουν τα χρώματα κι εγώ πετώ
μουδιάζουν τ’ άστρα, με γλείφουν τ’ αγγελούδια
ποιος φταίει κι αν φταίει δε βρήκες, μου `πες, μα ως εδώ !

Βρες τους σταθμούς που αγαπάς, γέμισε με εικόνες
ώσπου να βγει το φαί, ανοίγω το κρασί
ξεκούρασε απόψε εδώ τους τρυφερούς σου αγκώνες
απ’ τη σιωπή που βαραίνει απ’ το πρωί

Θα σε στυλώσει ότι θα `χεις σπαταλήσει
θα τρίβει τη σκουριά, θα πέφτει στο χαλί
θα θυμηθείς από που έχεις ξεκινήσει
και τότε θα `χεις μαζί μου συναντηθεί

Η ζωή μου κρύβει ανταύγειες αλλά δε φτάνουν
κατάρες κουβαλάνε μες στη σκοτεινιά
ζαβοί ανθρωπόμορφοι αλλού μαχαίρια βγάνουν
πουλούν και πιάτσα κάνουν στα στενά παιδιά

Μες στης Αθήνας την ομίχλη τυλιγμένος
με ζώνουν φως μου, κοίτα, χίλιοι κεραυνοί !
Φτάνω τότε στην αγκαλιά σου κυνηγημένος
στα παραμύθια σου απλωμένος ως το πρωί...
Этот текст прочитали 489 раз.