Εννιά κομήτες αν θα πέσουνε στη Γη
και οι σεισμοί ακόμα αν θα με τραντάξουν,
είκοσι Thomson αν μου ρίχνουν στην ψυχή
κι απ’ το λαιμό τρεις λύκοι μαύροι αν μ’ αρπάξουν,
δε φοβάμαι, δε φοβάμαι, δεν,
γιατί ένα άρμα που με σώζει πάντα φτάνει.
Δε φοβάμαι, δε φοβάμαι, δεν,
γιατί το άρμα που με σώζει πάντα φτάνει.
Δώδεκα άλογα το σέρνουν με φτερά,
φτερά π’ ανοίγουν με τους χτύπους της καρδιάς μου.
Δώδεκα άλογα με πάλλευκα φτερά
που ‘ναι κρυμμένα μες στα λόγια τα μισά μου.
Στρατιές του Νότου αν θα ‘ρθούνε κατά ‘δω
και ρίξουν βόμβες υδρογόνου να με κάψουν,
γιατί δε μίλησα ποτέ μου για κακό
και τα Ιερά Οστά δεν άφησα να κάψουν,
δε φοβάμαι, δε φοβάμαι, δεν,
γιατί ένα άρμα που με σώζει πάντα φτάνει.
Δε φοβάμαι, δε φοβάμαι, δεν,
γιατί το άρμα που με σώζει πάντα φτάνει.
Δώδεκα άλογα το σέρνουν με λευκά
φτερά π’ ανοίγουν στης ζωής την ανηφόρα.
Δώδεκα άλογα με κρύβουν μακριά
όχι στο χθες, ούτε στο αύριο, μα στο τώρα.