Γεννιέται και πεθαίνει η ροδόχρωμη αυγή
του Αχιλλέα υφαίνει την ολόλαμπρη στολή
στον Όλυμπο ανεβαίνει στην απρόσιτη κορφή
και στη φωτιά του Ήφαιστου ακονίζει το σπαθί.
Ποιος τις μέθυσε του χρόνου τις στιγμές
που πετάνε στον αγέρα σαν πουλιά
τριγυρνάνε μες στης Φθίας τις αυλές
σαν τις Μοίρες που δακρύζουν σιωπηλά.
Εκεί στο Αρχιπέλαγο που αφρίζουν τα νερά
και στις σπηλιές των άνεμων τη χώρα του βοριά
γοργόνες συνοδεύουνε αθάνατη Θεά
που φέρνει τη Θεόσταλτη στο γιο της φορεσιά.