Τον είδα να ’ρχεται μεσ’απ’ τα χιόνια
καλπάζει ανάλαφρος στην καταχνιά,
με τ’ άσπρο του άλογο απ’ άλλα χρόνια
σαν παραμύθι απ’τα παλιά.
Γκελ καρντάς γκελ,
εγώ είμ’ο Κιόρογλου
γιος του τυφλού.
Μες το μαρμάρινο κι αβέρτο αλώνι
τους δράκους πάλεψε με τα φτερά
κι’όσοι τον γνώρισαν σαστίσαν όλοι
και κάποιο κλάψανε από χαρά.
Γκελ καρντάς γκελ,
εγώ είμ’ο Κιόρογλου
γιος του τυφλού.
Στους κάμπους διάβηκε μες το λιοπύρι
ίδιος Αρχάγγελος, τρελός Βοριάς
κι όπου κι αν πάτησε κόκκινοι κρίνοι
φυρτώσαν χάρισμα της λεβεντιάς.
Γκελ καρντάς γκελ,
εγώ είμ’ο Κιόρογλου
γιος του τυφλού.
Κι είπα καρντάσι μου τι με κοιτάζεις
φόρα το ρούχο σου το κρεμεζί
καβάλα στ’άλογο και μη διστάζεις
βιτσιά στο φάρο σου κι έλα μαζί.
Γκελ καρντάς γκελ,
εγώ είμ’ο Κιόρογλου
γιος του τυφλού.
Этот текст прочитали 561 раз.