Σηκώνει το βλέμμα ψηλά στο βουνό
το χέρι απλώνει το παιδικό
και θέλει ν’ ανέβει ψηλά στην κορφή
να δει την αυγή να φωτίζει τη γη
Ζητάει αγάπη, ζητάει ζωή
και παίρνει φωτιά και καμένη γη
η αντάρα της μάχης στο νου του βαθιά
κακός εφιάλτης που παραφυλά
Γιατί είναι του πολέμου το παιδί
και ύπνος δεν το παίρνει
η μάνα που αγρυπνεί παρακαλεί
στο προσκεφάλι γέρνει
να `ναι το όνειρο καλό
που ο ύπνος θα σου φέρει
να δεις γαλάζιο ουρανό
και άσπρο περιστέρι
Σηκώνει το βλέμμα στον μαύρο ουρανό
το χέρι απλώνει το παιδικό
και θέλει να βγάλει στην πλάτη φτερά
ψηλά να πετάξει στ’ αστέρια κοντά
Ζητάει ελπίδα, ζητάει πνοή
και παίρνει φωτιά και καμένη γη
η αντάρα της μάχης πικρή συντροφιά
κακός εφιάλτης που παραφυλά