Βράδυ Κυριακής στην Αμφιθέας
μπρος εσύ και πίσω σου εγώ
της συγκυρίας ήταν της μοιραίας
να δω το κόκκινο σου το παλτό.
Αρχίζω τις κομπίνες, χαζεύω δήθεν τις βιτρίνες
γιακά σηκώνω και σ’ ακολουθώ.
Πράκτορας, της ίντριγκας ο μάστορας,
της τρέλας σου εισπράκτορας, σε παρακολουθώ.
Πράκτορας, της ζήλειας πρωτομάστορας,
του πάθους αυτοκράτορας, σε παρακολουθώ.
Κι έτσι φτάνουμε στην παραλία
μπρος εσύ κι πίσω πάντα εγώ
δεν έχω πια καμιά αμφιβολία
πως ετοιμάζεις κάτι πονηρό.
Αλλάζω το σακάκι, φοράω ψεύτικο μουστάκι
γιακά σηκώνω και σ’ ακολουθώ.
Πράκτορας, της ίντριγκας ο μάστορας,
της τρέλας σου εισπράκτορας, σε παρακολουθώ.
Πράκτορας, της ζήλειας πρωτομάστορας,
του πάθους αυτοκράτορας, σε παρακολουθώ.
Αρχίζω τις κομπίνες, χαζεύω δήθεν τις βιτρίνες
γιακά σηκώνω και σ’ ακολουθώ.
Πράκτορας, της ίντριγκας ο μάστορας,
της τρέλας σου εισπράκτορας, σε παρακολουθώ.
Πράκτορας, της ζήλειας πρωτομάστορας,
του πάθους αυτοκράτορας, σε παρακολουθώ.