Βοσκαρουδάκι αμούστακο στα όρη που γυρίζω
με το σεβντά σου αγάπη μου στέκω και ντουχιουντίζω
Να σε `βρισκα στην ερημιά μια μέρα που να βρέχει
και να’ ναι ο τόπος άβολος σπηλιάρι να μην έχει
Να `ρχεται μπόρα δυνατή να μη μπορεί αποσκιάσεις
και να φοβάσαι αμοναχή μη φύγω και με χάσεις
Να βρέχει να κουφοβροντά να ρίχνει κουκοσάλι
και ξεπαπούτσωτη να `ρθεις στην εδική μου αγκάλη
Να ανοίξω το ρασούλι μου να σε σφιχταγκαλιάσω
την αναπνιά σου να γροικώ τη μέση σου να πιάσω
Να ξεσκεπάσω από κορφής τα κατσαρά μαλλιά σου
να σεβαστώ και να γροικώ τσι χτύπους τσι καρδιάς σου
Να λέω Παναγία μου, ποτέ μη ξαστεριάσει
και μπόρα να ξημερωθεί και να ξαναβραδιάσει
ποιός βρίχνει τέτοιο θησαυρό και θέλει να τον χάσει...
Ώπα Ρεθεμιανέ μου κατηφέ ποιος σε βαγιοκλαδίζει
να παίρνει από τα μάτια μου δάκρυα να σε ποτίζει
Ώπα ως σ’ αγαπώ δε σ αγαπά η μάνα που σε γέννα
γιατί χει κι άλλο ν αγαπά μα εγώ έχω μόνο εσένα
Ώπα κουράστηκα να σ’ αγαπώ μελαχρινέ μου κρίνε
πάρ’ ολο που η αγάπη σου κουραστική δεν είναι
Εγώ μουνε κυρά μου εγώ μουν που σε πότιζα βιολάκι μυρωδάτο’
κι εδά μου λες ηντά γειρες στον ασκιανό `πο κάτω
Ώπα έτσα παρέα όμορφη κι όποιος μονομεριάσει
βαρέλια να χει το κρασί όλο θα το ξοδιάσει
βαρέλια να χει τη ρακή όλη θα την ξοδιάσει
Δε θα μεθύσω με ρακή αν δεν την πίνω κούπες
μα μέκανε ολομέθυστο το σ’ αγαπώ που μου πες...
Этот текст прочитали 679 раз.