Υπερωκεάνιο πέτρινο φαντάζει
κι όχημα τιτάνιο, μάνα μου, το Γκάζι.
Στέγες, ράγες, στρόφιγγες, σήραγγες, καζάνια.
Βαθυσκάφος τ’ ουρανού και χωρίς λιμάνια.
Στα στενά νυστάζουνε οι μοτοσικλέτες.
Στ’ ανοιχτά μοιράζουνε τ’ όνειρο σε φέτες.
Χάνομαι μες στις σκιές κι όλα γύρω άδεια.
Τέτοια ώρα κάποτε άλλαζε η βάρδια.
Οι παλιές οι φάμπρικες ό,τι και να κάνεις
έχουν κάπου μια ψυχή, που ποτέ δεν φτάνεις.