Πέρα μεριά, κι αντίπερα, στης Μαριγώς τ’ αλώνι
όπου αλωνίζουν δώδεκα, οι έξι συνεβάζουν,
κι η Μάρω με τη ρόκα της, στ’ αλώνια τριγυρνάει.
Της κάνω νόημα κρυφό, να φύγει απ’ τ’ αλώνι
μην τη μαράνει ο κουρνιαχτός, μην τη μαυρίσει ο ήλιος.
Κι η Μάρω μ’ αποκρίνεται, κι η Μαριγώ μου λέει:
"Μένα μ’ αρέσει ο κουρνιαχτός, μ’ αρέσει κι η μαυρίλα"