Μια Κυριακή στην τάπια του νησιού
βαρέσαν τα κανόνια
και μπήκε η προσφυγιά η αλμυροφώτιστη
κάτω απ’ του κόρακα τον ίσκιο.
Κλείσε κυρά τα παραθύρια,
καβαντζάρει ο άνεμος της νύχτας,
μπαίνει κυρά απ’ τη χαραμάδα η παγωνιά
κι αχνίζει τον καθρέφτη.
Δάγκωσ’ τα χείλια σου κυρά
μην ακουστεί το σκούσμα,
συνδαύλα την φωτιά κυρά,
μήδ’ ο στερνός κι ο πρώτος.
Σπίθα τη σπίθα η αστραπή
φωτίζει τα μπακίρια
κι από μακρά μουγκό μουγκό,
κορφή κορφή το μέγα μπουμπουνίδι.
Этот текст прочитали 568 раз.