Στο Καλοχώρι στη μέση της μέρας
κλέβει των βάλτων οσμές ο αέρας
κι είναι πηχτός σαν το χνώτο του σκύλου
που `χει διψάσει κι έχει κουραστεί.
Κοιμίζουν οι βάλτοι στην αγκαλιά τους
σαν μάνες τα πράσινα τα νερά τους
και το σκαρί κάποιου άγνωστου θρύλου
μέσα τους έχει χαθεί.
Σ’ ένα τέτοιο μέρος σέρνω το κορμί μου
το ποτίζω με ρετσίνα και ρακί
και επίμονα ζητάει η ψυχή μου
στα νερά των βάλτων ν’ αναβαπτιστεί.
Και του φίλου μεθυσμένη η φωνή του
γίνετ’ ένα με την κάπνα του Sante
παιχνιδίζουν μάταιες ευχές μαζί του
"τι καλά να μη χωρίσουμε ποτέ"!
Κλέβουν οι βάλτοι από τα καΐκια
στις θάλασσες χίλια μύρια ταξίδια
στις πλώρες ονόματα και ελπίδες
με περηφάνια αργά ξεψυχούν.
Κι ο ουρανός κάνει δώρο στους βάλτους
γλάρους λευκούς κι αργυροπελεκάνους
ράμφη που νίκησαν τις καταιγίδες
σμίγουν κι ερωτοτροπούν.
Μα το σούρουπο θα δεις τη Σαλονίκη
πέρ’ από τους βάλτους και τις καλαμιές
σαν καφές που ξεχειλίζει απ’ το μπρίκι
να αχνίζει φορτωμένη ευωδιές.
Σε χιτώνα που ’χει χρώμα από πορφύρα
μία πόλη νεογέννητο μωρό
απ’ τα μάτια της τινάζει την αρμύρα
κι η ζωή τη σέρνει πρώτη στο χορό.
Этот текст прочитали 507 раз.