Τούμπα τούμπα το λεγένι, βρε,
κείνο που `παμε θα γένει, βρε,
τουμπελέκι τουμπελέκι, βρε,
που μας κάνεις το λελέκι.
Αλλά διαβόλου σύμπτωση, να και τ’ αφεντικό του,
με τράβαγε και μου `λεγε, πως ήτανε δικό του.
Τουμπελέκι τουμπελέκι, βρε,
που μας κάνεις το λελέκι, βρε,
τούμπα τούμπα το λεγένι, ωχ,
που μας κάνεις το λεβέντη.
Αχ, η ζωή των Γιάννηδων μες στην απελπισία,
πότε στα κρατητήρια και πότε σ’ ευτυχία.
Βρε, ποια κυρία, ποια κουρέλω,
βρε ποια κασόμπρα του συρμού,
βρε, έναν κόμη σαν τοιούτο
να τον περάσει γι’ αλεπού.
Βρε, το κοστούμι που φοράω,
βρε σ’ ένα φίλο το χρωστάω,
μα δεν το δίνω, δεν το δίνω,
βρε, μα τον Άγιο Κωνσταντίνο.