Οι δαίμονες που στέλνεις τελικά
τα μπλέξανε τα μαύρα κέρατά τους
Χτυπάνε κάτω με μανία την ουρά τους
Τι συμφορά...
Του ενός η φλόγα καίει του άλλου τα φτερά
Μυρίζω γύρω μου καμμένα πλαστικά
Δε θα πετάξουμε μαζί ποτέ ξανά...
Το σπίτι που μου χάρισες να ζω
το έχτισες με πάγο και με χιόνι
Σε ποια ανηφόρα το ‘χεις κρύψει να παγώνει;
Σε ποια οδό;
Κάθε χειμώνα με περιμένει να φανώ
Μόλις ανάψω τη φωτιά, μόλις ζεσταθώ
γίνεται διάφανο θυμάται το νερό
Ύστερα λιώνει…
Τον άνθρωπο που μ’ έβαλες να βρω
τον βάζεις να μιλά με τη φωνή μου
Να λέει ψέματα πως θέλεις την ψυχή μου
Τι να του πω;
Περπάτησα στους δρόμους σου καιρό
Απόψε λέω να μη βγω
Θα ονειρευτώ πως ταξιδεύω ένα πρωί
κι είσαι μαζί μου...
Этот текст прочитали 288 раз.