Οι γλάροι όλη τη μέρα πετάνε
επάνω από πατώματα που τρίζουν.
Στο Grand Hotel οι καμαριέρες καθαρίζουν
τα ίχνη από τη σκόνη που μισούν αλλά ρουφάνε
οι τυχοδιώκτες που όλο αδιάφορα κοιτάνε,
καθώς τινάζουνε τη στάχτη όταν καπνίζουν,
οι τυχοδιώκτες που όλα κάτι τους θυμίζουν,
κάτι που πάντοτε σε λίγο το ξεχνάνε
και ναρκωμένοι αναρωτιούνται πόσο αξίζουν
τα κρύσταλλα στα ράφια που γυαλίζουν,
πόσο αξίζουν οι καρδιές όταν ραγίζουν,
πόσο αξίζουνε τα κρύσταλλα όταν σπάνε;
Στο Grand Hotel οι λιμουζίνες σταματάνε
κι αποβιβάζονται οι ώριμες κυρίες
δίπλα στο πιάνο διηγούνται ιστορίες
και βεβαιώνουν πόσο όμορφα περνάνε
για διακοπές το καλοκαίρι όταν πάνε
στις δροσερές εξοχικές τους κατοικίες,
πίνοντας τσάι νοσταλγούν τις αποικίες.
Καθώς τη νύχτα στη βεράντα ξενυχτάνε,
τις ασημένιες χειροπέδες τους φοράνε,
τις σιδερένιες τους θυμίζουν τραγωδίες,
πόσο καιρό θα βρέχει ακόμη στις Ινδίες,
πιο δυνατά γονατιστές παρακαλάνε.