Ακούω την βροχή που πέφτει
στην οροφή του βαν που τρέχει
Στον αυτοκινητόδρομο Στουτγάρδη Νυρεμβέργη
η κούρασή μου φεύγει
Στο πίσω κάθισμα ο Στάθης ξαπλωμένος
Ο αυτοκινητόδρομος γυαλίζει μουσκεμένος
Φώτα από πόλεις και χωριά που δε γνωρίζω
Στης Γερμανίας τ’ οδικό δίκτυο τριγυρίζω
μαζεύοντας εικόνες κι εντυπώσεις
κι ηχητικά φτηνά στην Κολωνία
Στο Έσσεν και το Ντίσελντορφ φυσάει
Μια καταιγίδα απρόσμενη ξεσπάει
Πεσμένα δέντρα στις γραμμές για Ολλανδία
Μαζεύουμε λεφτά για την Ινδία
Μες τα κλαμπάκια με τις μουσικές του κόσμου
όλος ο κόσμος γίνεται δικός μου
Με νέες δονήσεις τον αιθέρα μου στολίζω
στην Γερμανία
Των Βρυξελλών το αεροδρόμιο κοιμισμένο
Δεν βρίσκεις μέρος το τσιγάρο σου ν’ ανάψεις
Όλο το γκρουπ ένα μπουλούκι νυσταγμένο
μα δεν τολμάς στον διπλανό σου να γκρινιάξεις
σαν περιμένεις στην ουρά για τ’ αεροπλάνο
κι όλα γινήκαν ακριβώς όπως στο πλάνο
που σου `χε στείλει με email η Γερμανίδα
δύο μήνες πριν αρχίσει αυτή η καταιγίδα
στην Ολλανδία