Κούλης Θεοδώρου - Του Βαγορή Тексты

Εννιά τζιαι δέκα τζι’ εκατόν τζιαί σίλιοι πεντακόσιοι
τ’ άρματα εζωστήκασιν στον πόλεμον τζιαι πάσιν
ο πκιό μιτσής τριών γρονών χαζίριν τζιαι παρπάταν
τζι’ ο μιάλος ήτουν εκατόν τζι’ έδειγνεν τους τη στράτα

Ήτουν ο γρόνος δίσεχτος μήνας Δευτερογιούνης
τη στράταν που πηαίννασιν λαμπρόν την πκιάννει μιάλον
ο πρώτος ο μιτσότερος ελούθην του κλαμάτου
πον εισιεν μάνα να το δει μήτε γονιόν κοντά του

Τζι’ έτσι σαν ήτουν το λαμπρόν τζι’ ούλλα κατάπιννεν τα
τζι’ ο φόος ήτουν δακρυκόν τζιαι τ άρμάτα κρουσμένα
ομπρός τους συνομπλάστηκεν πέρκαλλος τζειν’ την ώραν
τζι’ ώρα καλή εφώναξεν λαλούν `με Ευαγόρα

Τζι’ επολοήθειν ο παππούς στα εκατόν του γρόνια
τζιαι άννοιξεν το στόμαν του τζιαι λέει τζιαι λαλεί του
ώρα καλή σου Aαγορή που `ρτες που την αγχόνην
είμαστεν αγνοσύμενοι που πάππον ως αγγόνιν

Πάππος, μωρόν τζιαι πέρκαλλος τα μμάθκια εσηκώσαν
καρτζιλατούν τον Πλάστην μας πκιάννουν ευτζιήν τζιαι στράταν
τζιαι εφκήκαν μιαν ανηφορκάν τζιαι στην Τζιερύνειαν πάσιν
τζι’ η νύχτα που `ταν Βαρετή έφεξεν στο Καρπάσιν
Этот текст прочитали 318 раз.