Μες στην παλάμη τ’ ουρανου και στις αλάνες του
σε παραμύθι τη ζωή μου κυνηγάω,
ξέφρενα σύνορα καλπάζουνε στο χάρτη μου
γιατί στροφάρει αυτός ο Γκρίνουιτς ρωτάω.
Γραμμένους νόμους και παλάτια αμετανόητα
με τη σφεντόνα του παιδιού να κυνηγάω
και την αγάπη που φωνάζει ακατανόητα
σε ποιο ταξίδι να της τάξω να την πάω.
Ν’ ανοίγω δρόμους μέσα στα πέλαγα,
μέσα στα πέλαγα να χάνομαι,
απ’ την Οδύσσεια τους ήρωες να βγάλω,
να βρω τη χώρα των θαυμάτων των μεγάλων.
Όλα τα ρέστα μου στην τρέλα μου απάνω,
ταραταταμ και χοπ και να την κάνω.
Οργή και περηφάνια μου που θέριεψες,
τι ωφελεί άλλο γι’ αγάπη να θυμώνεις,
αφού του όνειρου την πόρτα όποιος έκλεισε,
μόνος του πέθανε χωρίς να τον σκοτώνεις.
Ν’ αφήσω πίσω μου ντυμένους με τ’ ανθρώπινα
που τον καθρέφτη τους τον ίδιο τον τρομάζουν
παίρνω μαζί μου ένα φιλί αμεταχείριστο
και αφησέ τους μεσ στα δήθεν να βουλιάζουν.
Απ’ την Οδύσσεια τους ήρωεν να βγάλω
να βρω τη χώρα των θαυμάτων των μεγάλων.
Με εισιτήριο την τρέλα μου τα σπάω
ταρατατάμ και χοπ και να την κάνω