Εδώ δέν ήρθαμε ποτέ.
Ο λόφος δε σε ξέρει.
Το βήμα σου δεν βρίσκεται γραμμένο
σε κανένα μικρό άνηφοράκι
κι ούτε στις πράες κατηφοριές
ακούγεται το γέλιο τηής βιασύνης σου.
Γραμμένος δεν είσαι
ούτε και στα χλωρά έρωτολόγια:
στα σαρκώδη φύλλα των κάκτων.
Γεμάτα μικρές μαχαιριές ονομάτων
που δεν πάνε σε βάθος
κι εύκολα κλείνουν,
Έλση - Δημήτρης
και βέλος.
Κι άλλα όνόματα που πέρασαν
μ’ έναν καημό διάρκειας.
Στα πιο πολλά
η ζωτική γραμμή άνάμεσά τους
έθρεψε κιόλας, έσβησε.
Κι αποσυνδέθηκε το κάποτε.
Φυσάνε όρκοι πίσω απο τους θάμνους
και κυλάνε πέτρες.
Έρωτες που ανεβαίνουν,
έρωτες που γλιστράνε.
Το άπόγευμα αισθάνεται
μια μυροβόλο απάθεια
κι ό,τι είναι λύπη
μοιάζει με ησυχασμό φυλλώματος.
Των αρωμάτων τα σώματα
βαριά ανοιγοκλείνουν τα φτερά τους,
βαρετά άγνοούν:
κανένα δεν μυρίζει εξαφάνιση.
Πού είσαι;
Κάτι πικραίνει πιο πολύ κι απ’ τ’ όνομά τους
τις πικροδάφνες.
Πού είσαι;
Αλλά έδώ δεν ήρθαμε ποτέ.
Ο λόφος δε σε ξέρει.
Λοιπόν σώζομαι άπό συσχετίσεις.
Κι έτσι μπορώ να σταθώ
στο ύψος μιας ρεμβαστικής ούδετερότητας
για ν’ απολαύσω ανενόχλητα
αυτό το κάθαρμα τη δύση.