Κύριε
σού έφερα το πρόσφορο
ζεστή ακόμα η σαρξ με σφραγίδα
εδώ το χαρτονόμισμα να δώσεις κάτι στο κερί
που σού διαβάζει οδυρμούς εν περιλήψει
κι εδώ είναι το χαρτί με των ψυχών τα ονόματα.
Όσα μπορείς άγίασον.
Για την Ελένη κυρίως ενδιαφέρομαι
ήτανε κάποτε η μάνα μου. Τώρα δεν ξέρω
τι συγχωνεύσεις έκανες
αν σε κοινό αυλάκι ρέει
το ίδιο αίμα με το ξένο
αν το αδειάζεις ως απόβλητο
εκεί που υδρεύονται οι πίστεις
αν το επεξεργάζεσαι βαφή για τα τριαντάφυλλα
βαφή για τον θυμό των άυλων πραγμάτων
-να ρίχνεις καμιά στάλα από δαύτο
στο μαύρο που `ναι οι πληγές- αίμα δικό τους είναι.
Ελένη. Νά σ’ την δείξω μην τη μπερδέψεις
με άλλες έτσι που κατάργησες τα επίθετα
κατάργησες τις ανομοιότητες.
Μόνο διακριτικό που τους απέμεινε
είναι πόσο τούς ξέχασαν
και πόσο ακόμα τους θυμούνται.
Αλλά αυτό εσένα μάλλον σε μπερδεύει.
Το έργο σου εσύ το αναγνωρίζεις
απ’ το ευδιάκριτο εκείνο αδιακρίτως.
Ελένη Ελένη- άσε τον Αθανάσιον
τον έχω αναλάβει εγώ αυτόν
τον αναπαύω εγώ αυτόν σε πουπουλένια κλάματα.
Τη μάνα μου αγίασον.
Έλα πιο κάτω να σ’ την δείξω.
Είναι εκείνη η συρμάτινη φουρκέτα.
Διχαλωτή αιωρείται σαν κεραίες
σβησμένου αποτυπώματος μικρού σαλιγκαριού.
Έτσι έζησαν τα λιγοστά μαλλιά της.
Γυροφέρνοντας το σχήμα ενός κότσου
ίδιος με ασθενικό σαλιγκαριού καβούκι
που όλο ξεγλιστρούσαν και κατέρρεαν
αδύναμοι οι κύκλοι του απ’ την περιέλιξή τους.
Καί ή φουρκέτα- συνέχισε μάνα για λίγο εσύ
να τρέξω εγώ να πιάσω τον κρυφτούλη ήχο
της πτώσης άφθαρτα όπως χτυπά
επάνω στην πλακόστρωτη την πατρική επιφάνειά μου.
Αυτή είναι, δες την καλά.
Κοίτα μη μού αγιάσεις ξένη μάνα
καί γίνει τώρα η στοργική ορφάνια μου
μετά από τόσα χρόνια μητριά μου.