Ιουδαίος στο Χαλέπι,
το χρυσάφι του στην τσέπη,
αγοράζει και πουλάει
ό,τι πιο πολύ αγαπάει.
Τα πιπέρια της Ινδίας,
τ’ άλογα της Αραβίας,
τον πικρό καφέ της Μέκκας,
το ινάτι της γυναίκας.
Τα φορτώνει σε μια σκούνα,
έπιασε κακή φουρτούνα,
πρέπει όλα να τ’ αδειάσει
στη Βαλέττα για να φτάσει.
Τα κοιτάζει δακρυσμένος,
μοναχός κι απελπισμένος,
το χρυσάφι του στον πάτο,
Θεέ μου, ήτανε Σαββάτο.
Μα της γυναικός το ινάτι
ανεβαίνει στο κατάρτι,
φτιάχνει τα πανιά, ορτσάρει,
για τη Μάλτα αριβάρει.
Φτιάχνει τα πανιά, ορτσάρει,
για τη Μάλτα αριβάρει,
φτιάχνει τα πανιά, ορτσάρει,
για τη Μάλτα αριβάρει.
Μα της γυναικός το ινάτι
ανεβαίνει στο κατάρτι,
φτιάχνει τα πανιά, ορτσάρει,
για τη Μάλτα αριβάρει.
Φτιάχνει τα πανιά, ορτσάρει,
για τη Μάλτα αριβάρει,
φτιάχνει τα πανιά, ορτσάρει,
για τη Μάλτα αριβάρει.