Σε έναν κόσμο πεζό, τραίνο δίχως σταθμό
είμαι ένας, κι εγώ, επιβάτης.
Κάνω στάση εδώ, δεν αντέχω να ζω
μέρα νύχτα σα να είμαι υπνοβάτης.
Με τα μάτια ανοιχτά και τα φώτα σβηστά
και τις ίδιες, μα ίδιες κινήσεις,
σαν χρυσόψαρο ζω σ’ έναν ύπνο βαθύ,
δίχως μνήμη, χωρίς αναμνήσεις.
Δίχως όνειρα δεν μπορώ να ζήσω.
Όποιος τα `κλεψε να τα φέρει πίσω.
Δίχως όνειρα δεν υπάρχει ελπίδα.
Παρ `το απόφαση κι απ’ το τραίνο πήδα.
Έχω πέσει καιρό, σ’ ένα γκρίζο κενό,
σ’ ένα τέλμα πικρής αυταπάτης.
Κι όλο ελπίζω να βγω, δεν αντέχω να ζω
μέρα - νύχτα σα να είμαι υπνοβάτης.
Κι αν συμβεί ξαφνικά και ξυπνήσεις
τί να πεις και πώς να εξηγήσεις;
Το σκοτάδι πυκνό και το φως λιγοστό
μονοπάτι χωρίς αναμνήσεις.
Δίχως όνειρα δεν μπορώ να ζήσω.
Όποιος τα `κλεψε να τα φέρει πίσω.
Δίχως όνειρα δεν υπάρχει ελπίδα.
Παρ `το απόφαση κι απ’ το τραίνο πήδα.
Этот текст прочитали 233 раз.