Πέρασε κιόλας ένας χρόνος που `χεις φύγει
οι φίλοι σταματήσαν να ρωτάνε
τίποτα πια δε μοιάζει να επείγει
κι οι στεναγμοί αρχίσαν να ξεχνάνε.
Η Λίτσα με τον Γιάννη είχαν χωρίσει
μα ξανασμίξαν πριν το καλοκαίρι
κι εγώ που μια ζωή σου `χα χαρίσει
βρίσκομαι στο κατώφλι μ’ άλλο ταίρι.
Κι έτσι όπως τραγουδούνε οι ανέμοι
μες στου χειμώνα την απελπισία
ένοιωσα την καρδούλα μου να τρέμει
καθώς σ’ είδα να στρίβεις στη γωνία.
Κι έτσι όπως τραγουδούνε οι ανέμοι
μες στου χειμώνα την βουβή εικόνα
ένοιωσα την καρδούλα μου να τρέμει
και σιγοτραγουδώ σαν την Μαντόνα.
Πέρασε κι όλας ένας χρόνος και μου λείπεις
η Αρετή την πέρασε την τάξη
ο Τάσος θε να γίνει τραπεζίτης
κι εγώ η χαζή μη βρέξει και μη στάξει.
Στη γειτονιά βάλαν σηματοδότη
κι αρχίσαν να φυτεύουν την πλατεία
έχουν και την γκρίνια του δεσπότη
που θέλει τα παιδιά στην εκκλησία.
Κι έτσι όπως τραγουδούνε οι ανέμοι
όραμα που είχα αρχίσει σταματάω
το κρύβω σ’ έναν τόμο του Λουντέμη
κι αναρωτιέμαι ακόμα αν σ’ αγαπάω.
Этот текст прочитали 348 раз.