Χτές αργά με ψυχή φορτωμένη
από θλίψη γιά σε περισσή,
πήγα μόνος να δω τι απομένει,
απ’ τον κήπο που πότιζες εσύ.
Την πορτούλα ο κισσός είχε κλείσει,
μήπως ξένος κανείς την διαβεί
κι είχε ο χρόνος μ’ αγκάθια στολίσει,
τη βρυσούλα που μένει πιά βουβή.
Μαραμένα τα γιούλια κι οι βιόλες
μαραμένα και τα γιασεμιά
μαραμένες κι οι ελπίδες μου όλες
στης καρδιάς μου τη μαύρη ερημιά.
Στη γωνίτσα που άλλοτ’ ανθούσε
μέσα στ’ άνθη η δική μας χαρά,
ενώ ο κήπος τριγύρω πενθούσε,
μέσα μ’ ένοιωσα τέτοια συμφορά.
Ως το βράδυ μονάχος μιλούσα,
σαν να σ’ είχα κοντά μου ξανά
κι όταν νύχτωσ’ εκεί που γυρνούσα,
είπα "Να ζει κανείς η να μη ζει"
Этот текст прочитали 360 раз.