Μαλλιά σγουρά που πάνω τους
τα δάχτυλα περνούσα
τις νύχτες που κοιμόσουνα
και πλάι σου ξαγρυπνούσα.
Φρύδι μου γαϊτανόφρυδο
και κοντυλογραμμένο,
καμάρα που το βλέμμα μου
κούρνιαζε αναπαμένο.
Μάτια γλαρά που μέσα τους
αντίφεγγαν τα μάκρη
πρωινού ουρανού και πάσκιζα
μην τα θαμπώσει δάκρυ.
Χείλι μου μοσκομύριστο
που ως λάλαγες ανθίζαν
λιθάρια και ξερόδεντρα
κι αηδόνια φτερουγίζαν.
(Στήθεια πλατιά σαν τα στρωτά
φτερούγια της τρυγόνας
που πάνωθέ τους κόπαζε
κι η πίκρα μου κι ο αγώνας.
Μπούτια γερά σαν πέρδικες
κλειστές στα παντελόνια
που οι κόρες τα καμάρωναν
το δείλι απ’ τα μπαλκόνια.
Και γώ, μη μου βασκάνουνε,
λεβέντη μου τέτοιο άντρα,
σου κρέμαγα το φυλαχτό
με τη γαλάζια χάντρα.
Μυριόρριζο, μυριόφυλλο
κι ευωδιαστό μου δάσο,
πώς να πιστέψω η άμοιρη
πως μπόραε να σε χάσω;)
Οι στροφές που βρίσκονται στην παρένθεση δεν έχουν μελοποιηθεί.
Этот текст прочитали 568 раз.