Βαθιά στης νύχτας το μελάνι
σ’ άδεια σοκάκια τριγυρνώ
μέσα στου κόσμου το λιμάνι το βουβό.
Κι όσο μετρώ τις πίκρες όλες
κι όλου του κόσμου τις χαρές
οι χαρές του μου μοιάζουν ξένες, μακρυνές.
Κι όλα τα βρόχια του φωτιά
στο λογισμό μου πυρκαγιά
στη κάθε σκέψη ναυαγώ
πες μου καλό μου τι να πω.
Από τα δάχτυλα στα χείλη
κι από τα χείλη στην ψυχή
το μεθυσμένο μου ταξίδι στη ζωή.
Καθώς το κύμα που μερώνει
κάνει το θάλασσα γυαλί
ετούτη η νύχτα να μερώσει, να χαθεί.
Κι όλα τα βρόχια της φωτιά
στο λογισμό μου πυρκαγιά
στην κάθε σκέψη ναυαγώ
πες μου καλέ μου τι να πω.
Этот текст прочитали 334 раз.