Ξυπνώ και μου είπαν έφυγε η κόρη που αγαπούσα
και κατεβαίνω στο γιαλό, τη θάλασσα παρακαλώ,
την πικροκυματούσα,
και κατεβαίνω στο γιαλό, τη θάλασσα παρακαλώ,
την πικροκυματούσα.
Εγώ τα πρωτοδέχτηκα τα όμορφά της κάλλη,
μου ήρθε ένα κύμα και γι’ αυτό
με πόθο και με βογκητό φιλώ το περιγιάλι,
μου ήρθε ένα κύμα και γι’ αυτό
με πόθο και με βογκητό φιλώ το περιγιάλι.
Τα μάτια αυτής ερώτησα μην ήταν δακρυσμένα,
κι έν’ άλλο κύμα μου μιλεί,
σαν το χαρούμενο πουλί επήγαινε στα ξένα,
έν’ άλλο κύμα μου μιλεί,
σαν το χαρούμενο πουλί επήγαινε στα ξένα.
Το τρίτο κύμα ρώτησα, εμέ γιατί ν’ αφήσει,
να κλαίω και να λαχταρώ,
περνάει το κύμα το σκληρό χωρίς να μου μιλήσει,
να κλαίω και να λαχταρώ,
περνάει το κύμα το σκληρό χωρίς να μου μιλήσει.