Ήμουνα νιος καμιά φορά
κι άβγαλτο παλληκάρι.
Σεργιάνιζα στις γειτονιές
και κρυφολιώνανε οι νιες.
Με είχανε καμάρι.
Χαράματα, γεράματα
με πήρανε τα κλάματα
που φεύγουν σαν οράματα
άστρα, πουλιά και θάματα.
Όνειρο είσαι, μπρε ζωή,
στον ίσκιο του θανάτου.
Σβήνεις σαν άστρο την αυγή,
σα ρόδου η στερνή πνοή
που αφήνει τ’ άρωμά του.
Χαράματα, γεράματα ...
Δώσ’ μου τα πρώτα μου φτερά,
τη νιότη δώσ’ μου πίσω
να φτερουγίσω σαν αητός,
μ’ αγέρι να λουστώ και φως,
το Χάρο να νικήσω.
Χαράματα, γεράματα ...
Этот текст прочитали 306 раз.