Ισιδώρα Σιδέρη - Της εξορίας Тексты

Μας σιδεροδέσανε τα χέρια
και μας κλείσαν ολούθε μαλινχέρια.
Μας μετρήσανε, κάπου εξηνταριά,
και μας ζυγιάσαν την ψυχή – βαριά!

Μουδιάσανε σφιχτόδετα καιρό
χέρι δεξί με χέρι αριστερό.
Μουδιασμένο και τ’ άλλο μας, που εκράτη
βαλίτσα ή δέμα για τον Άη – Στράτη.

Κατάχαμ’ αρετή, μυαλό και νιάτα!
Τον κάλλιον ο χειρότερος επάτα.
Τυχερέ, κείνο τ’ άθλιο δειλινό
σε δέσαν με το δάσκαλο Γληνό.

Μεγάλα μάτια αστραφτερά, στητός
κι ατάραγος πάνου απ’ τη μοίρα αυτός,
κοιτούσε την ερχόμενην ευδία.
Συ νευρικός απ’ την αηδία.

Μαζί μας, τελευταίοι, με το βαπόρι
πρεζάκηδες, αλάνια, λαθρεμπόροι.
Ξεπίτηδες, για να φανεί, πως ίσια
λογιούνται η λευτεριά και τα χασίσια.

Μα το καλογεράκι απ’ τ’ Αγιονόρος,
που πέταξε τα ράσα, ο θεοφόρος,
και το πιάσανε νύχτα στην Ομόνοια,
ξουρισμένα μουστάκια και σαγόνια,
μαζί μας δεν το δέσανε. Βλακεία
να πομπέψουν πατρίδα και θρησκεία!

Έτσι μας εφορτώσαν στο βαπόρι,
τους πατριώτες οι πατριδεμπόροι.
Εξορία στο λαό, χέρια δεμένα,
για να `ρθει ο εξορισμένος απ’ τα ξένα,
να χωρίσει το Έθνος και να βάλει
τη μια μεριά να πολεμάει την άλλη.
Этот текст прочитали 368 раз.