Ισιδώρα Σιδέρη - Στυλίτης Тексты

Να! της αγάπης ο αστέρας, φλογάτο κρίνο,
μαράθηκε, ως τον άγγιξεν η πρώτη αχτίνα.
Κ’ εγώ, που μάτι με σκοτάδ’ ή φως δεν κλείνω
κι όμοια με δέρνουνε γυμνό βροχάδες, ήλιοι,
θαρρώ, πως ξένα σωθικά θερίζ’ η πείνα
και σ’ άλλα σώματα οι πληγές μου τρέχουν ύλη.
και σ’ άλλα σώματα οι πληγές μου τρέχουν ύλη.

Η κολασμένη πολιτεία μέσα στη σκόνη
φλέγεται, ουρλιάζει και κυλιέται χάμου
και πιο στην αμαρτία βουτάει, μα δεν πατώνει,
και πιο στην αμαρτία βουτάει, μα δεν πατώνει.

Τι κάθε μέρα και ψηλότερα ψηλώνω
για να σε φτάσω, Θε μου Αγάπη, όπου κι αν είσαι,
πιο πάνου από ζωή και θάνατο και χρόνο,
πιο πάνου από ζωή και θάνατο, και θάνατο και χρόνο.

Τα θύματα χιλιάδες των πολέμων κάτου
σέπονται με της πείνας, της σκλαβιάς αντάμα,
με της αρρώστειας, του δαρμού - δόξα θανάτου!,
με της αρρώστειας, του δαρμού - δόξα θανάτου!

Όχι με λόγια, μ’ έργα τ’ Αδικο πολέμα!
Κι όχι μονάχος! Με τα πλήθη συνταιριάσου!
Τ’ άδικο μ’ αίμα θρέφεται! Πνίξε το με αίμα.
Τ’ άδικο μ’ αίμα θρέφεται! Πνίξε το με αίμα.
Κι άμα θα σπάσουν οι αλυσίδες τ’ αδερφού,
η λεφτεριά η δικιά του θά `ναι λεφτεριά σου,
κι ανάγκη πια δε θα `χεις κανενός θεού,
κι ανάγκη πια δε θα `χεις κανενός θεού».

----------------------------------------------------------------------------------------------------

Όλο το ποίημα

Να! της αγάπης ο αστέρας, φλογάτο κρίνο,

μαράθηκε, ως τον άγγιξεν η πρώτη αχτίνα.
Κ’ εγώ, που μάτι με σκοτάδ’ ή φως δεν κλείνω
κι όμοια με δέρνουνε γυμνό βροχάδες, ήλιοι,
θαρρώ, πως ξένα σωθικά θερίζ’ η πείνα
και σ’ άλλα σώματα οι πληγές μου τρέχουν ύλη.

Ω! κυπαρίσσι, που όλο πας να ξεπεράσεις
το ψήλος σου και πρώτο στ’ άπειρο γαλάζο
πίνεις το φως, χωρίς ποτέ σου να γεράσεις,
εμένα η θέληση μου μ’ έχει εδώ στεγνώσει
πέτρα στην πέτρα, κάθε μέρα να ετοιμάζω
το λυτρωμό μου με του θανάτου τη γνώση.

Να! με κορμάκια λαστιχένια έφηβοι ωραίοι
τον ήλιο χαιρετάν με κρόταλ’ απ’ ασήμι
στυφοί Ρωμαίοι, Έλληνες ψέφτες, φίδια Οβραίοι!

Να! μανιασμέν’ ιθύφαλλοι (Θεός φυλάγει!)

κιθαριστάδες, αβλητάδες, γέροι μίμοι,
γραμματικοί, ρητόροι, φιλόσοφοι τράγοι.
παιδούλες, που το φως ντυθήκανε, με κόμη
κοντή με μια κορδέλα μεταξένια μπλάβη
γύρο στην ήβη, που δεν ήσκιωσεν ακόμη
μαστόρισσες εταίρες στη χαρά της μέρας
σε στέρνες από μάρμαρο βουτάνε ομάδι,
ανθός κάθε γιαλού, κάθε φυλής αθέρας...
η κολασμένη πολιτεία μέσα στη σκόνη
φλέγεται, ουρλιάζει και κυλιέται χάμου
και πιο στην αμαρτία βουτάει, μα δεν πατώνει...

Μακριά! μακριά μου!... Οδεύει οκνά το καραβάνι
οι γκαμήλες κι ο Αράπης, ως περνάει σιμά μου,

φτύνει και μου πετάει κοπριά, που δε με φτάνει
τι κάθε μέρα και ψηλότερα ψηλώνω
για να σε φτάσω, Θε μου Αγάπη, όπου κι αν είσαι,
πιο πάνου από ζωή και θάνατο και χρόνο.

Στου τέκνου σου το δάκρυ, που λουστεί δεν κλαίει!

Συ μου πες: «Τα `χεις όλα, αν όλα τα στερείσαι!
Κ’ είναι σοφός που δε σαλεύει και δε λέει»!

Τα θύματα χιλιάδες των πολέμων κάτου
σέπονται με της πείνας, της σκλαβιάς αντάμα,
με της αρρώστειας, του δαρμού - δόξα θανάτου!

Όλοι του Παραδείσου ισάγγελοι! Μα εγώ,
που ξεψυχώ και δεν πεθαίνω, το χω τάμα
να τυραννιέμαι ακόμα μόνος. Όσο αργώ,
τόσο και θησαβρίζω πιότερα στα ύψη!...
Μα να τος πάλι ο Πειρασμός, αχώριστος μου,
(πιότερο εγώ τόνε πειράζω κι αν μου λείψει,
θα μου κακοφανεί!) μου ξαναλέει: - «Κουνήσου!
Δε σώζεις την ψυχή σου, τους κυρίους του Κόσμου,

με τη φυγή, την αρνησιά και τη θανή σου.

Όχι με λόγια, μ’ έργα τ’ Αδικο πολέμα!
Κι όχι μονάχος! Με τα πλήθη συνταιριάσου!
Τ’ άδικο μ’ αίμα θρέφεται! Πνίξε το με αίμα.
Κι άμα θα σπάσουν οι αλυσίδες τ’ αδερφού,
η λεφτεριά η δικιά του θά `ναι λεφτεριά σου,
κι ανάγκη πια δε θα `χεις κανενός θεού».
Этот текст прочитали 224 раз.