Ξανοίχτηκα στα πέρατα του κόσμου,
φουρτούνες γύρευα
με ολόχρυσο σκαρί,
με καπετάνιο τον εγωισμό μου,
κι αυτό πολύ δεν άντεξε,
γιατί ήτανε βαρύ . .
Πορεύτηκα στης σιγουριάς τα ίχνη,
ο μόνος φόβος μου
το αύριο που θαρθεί,
πυξίδα έφτιαξα το μέλλον μου να δείχνει,
μοιραία κόλλησα,
στου νου τα αβαθή
Ταξίδευσα στης μαύρης της γης τα πλάτη,
εκεί που άνθιζε
του ιούδα το φιλί,
είχα για σύμβουλο του θησαυρού τον χάρτη,
το μόνο που έμαθα,
πως είναι στρογγυλή
Ναυάγησα στης μοναξιάς τα βάθη,
σε κάθε βήμα μου
το πτώμα μου πατώ,
χρόνο δεν έχασα στα αμφίδρομα τα πάθη,
κι αν δεν αγάπησα,
δεν ήτανε γραφτό
Αυτόκαταδικάστηκα σε αιώνιο μετερίζι,
το Εγώ μου μ’ έκανε
παρία της ζωής,
σκληρό το βλέμμα μου επάνω μου ατενίζει,
ρωτά ποιος έφταιξε,
και απαντώ κανείς