Και ξαφνικά καταμεσής στο δρόμο,
νύχτα βροχής που το κορμί τσακίζει,
πετάει το σακάκι του απ’ τον ώμο
κι ένα χορό απόγνωσης αρχίζει.
Μοιάζει ζεϊμπέκικο του παραλόγου,
πνιχτή κραυγή του άναρθρου του λόγου,
αυτός που δεν ελύγισε ποτές του
να τσαλακώνει μες στις λάσπες τις αρχές του.
Περαστικοί τον βλέπουν και γελάνε,
οι φίλοι του βουβοί δεν του μιλάνε,
αυτός που ήτανε σε όλα μετρημένος,
παραπατάει, πέφτει κάτω διαλυμένος.
Μοιάζει ζεϊμπέκικο του παραλόγου,
πνιχτή κραυγή του άναρθρου του λόγου,
αυτός που δεν ελύγισε ποτές του
να τσαλακώνει μες στις λάσπες τις αρχές του.
Этот текст прочитали 204 раз.