Ηλίας Κλωναρίδης - Πρόσφυγας Тексты

Η στάχτη του πατέρα μου
ακίνητη ταξίδεψε με το δισάκι της προσφυγιάς,
η μάνα μου κεντούσε τις ρυτίδες της.
Τ’ αδέρφια μου μέρα και νύχτα πελέκησαν το μέγα πλάτανο,
αρμάτωσαν καράβι καλοτάξιδο και πάντρεψαν
της θάλασσας τα κύματα με τα νερά του ξύλου.

(Ακούγεται ραδιοφωνική εκπομπή)
Αναζητήσεις μέσω του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού.
Γεωργιάδης Αντώνης από το Αϊβαλί της Μ. Ασίας.
Το 1922 ο Αντώνης ήταν τριών χρονών και μαζί με την οικογένειά του
περίμεναν στο λιμάνι της Σμύρνης για να επιβιβαστούν.
Έκτοτε αγνοείται η τύχη του μικρού Αντωνάκη.
Τον αναζητούν τ’ αδέρφια του Μαρία Δημητρίου ...

Γεμίσανε τότες οι νύχτες σκοτάδια
ξεράσαν τα πέλαγα σχήματα
γυρίσαμε πάλι στα σπήλαια
και ξαναμάθαμε του κόσμου την αρχή.
Ονομάσαμε πάλι τα πράγματα
ζωντανέψαμε πάλι τα γράμματα.

Με το ντουφέκι παραμάσχαλα
με το τραγούδι στο προσκέφαλο
διαβαίναμε την κάτω βόλτα.
Και μια και δυο και τρεις φορές
ο άγγελος κυλούσε την ταφόπετρα
και στρατιές αναστημένοι χόρευαν
στης λευτεριάς τ’ αλώνι.

Πώς γεμίσαν με μιας τα νησιά με φωνές πικραμένες;
Πώς γεμίσαν με μιας τα βουνά με ριπές πυρωμένες;
Ποιος μου φόρεσε μαύρο μαντήλι για να παίξω τυφλόμυγα;
Ποιος μου πήρε σφυρί και αμόνι και με φόρτωσε τόμι γκαν;
Ποιος με πούλησε μισοτιμής στο μεγάλο παζάρι;
Этот текст прочитали 309 раз.