Άνοιξε ουρανέ για να μπω,
δεν έχω θέση στον πλανήτη.
Πουκάμισο η αγάπη μου κουρελιασμένο,
το όνομά μου σε καρφί
πίσω απ’ την πόρτα κρεμασμένο.
Δεν έχω όνειρα, ούτε ταυτότητα, ούτε και σπίτι.
Κι εκείνη δε με θυμάται,
η πόλη κοιμάται,
μου γαζώνουν την καρδιά
τα φώτα από τ’ αυτοκίνητα,
σαν τα μάτια της Θεέ μου,
τ’ ασυγκίνητα.
Άνοιξε ουρανέ τις πύλες,
έρχομαι σαν τον κρύο αγέρα.
Αγάπησα, δόθηκα, αλλά τι κρίμα.
Είμαι δεν είμαι ζωντανός
και πεθαμένος δίχως μνήμα,
αφού ξεχάστηκα
σαν κύμα πού `σβησε
πάνω στην ξέρα.