Ένας άγγελος γυμνός με το σταυρό στο χέρι
τα μάζεψε από τον παράδεισο και είπε να κάνει καλοκαίρι
καβάλησε ένα σύννεφο και βρήκε κάποια παραλία
εκεί που ήμουνα μονάχος μου για να βρω ηρεμία
Η θάλασσα ήταν ήρεμη και άκουγα το κύμα
στις νότες της κιθάρας μου είχα πέσει θύμα
και ξάφνου ένα σύννεφο κατέβηκε μπροστά μου
και τι να δουν τα μάτια μου, δε θα είμαι στα καλά μου.
Ένας άγγελος γυμνός, μπροστά μου, με κοιτάζει
με δυο ματάκια καστανά που ανοιγοκλείνουνε με νάζι
θαρρώ δεν έφτασες εδώ να νιώσεις το αγέρι
μου φαίνεσαι περίεργη με το σταυρό στο χέρι.
Με μια κίνηση ντύθηκε και έβγαλε τα φτερά της
το φωτοστέφανο άφησε και έφτιαξε τα μαλλιά της
για βόλτα ετοιμάστηκε και μου έδωσε το χέρι
να πιούμε να μεθύσουμε να κάνει καλοκαίρι.
Ένας άγγελος γυμνός, μπροστά μου, με κοιτάζει
με δυο ματάκια καστανά που ανοιγοκλείνουνε με νάζι
θαρρώ δεν έφτασες εδώ να νιώσεις το αγέρι
μου φαίνεσαι περίεργη με το σταυρό στο χέρι.
Κι η νύχτα έτσι πέρασε, να χορεύει μεθυσμένη
ώσπου καταλήξαμε να `μαστε αγκαλιασμένοι
στην ίδια παραλία την άφησα γυμνή και λιώμα
μαζί με τα φτεράκια της, το φωτοστέφανο στο χώμα.
Ένας άγγελος γυμνός μπροστά μου, κοιμάται
και όταν ξυπνήσει μόνη της, σιγά μην με θυμάται
τα μάζεψε σαν ξύπνησε, τέλος γι’ αυτό το καλοκαίρι
δε θα `ρθω εδώ ποτέ ξανά, με το σταυρό στο χέρι.