Ο Χάρος ελουζότανε
αποβραδίς στ’ αστέρια
μήτε φωτιά φοβότανε
μήτε σταυρό στα χέρια.
Και σαν εκαλολούστηκε
και σαν εκαλοντύθη
για την δουλειά του κίνησε,
στο διάβα του `κοιμήθη.
Μη τον ακούς μη του μιλάς
μόν’ να τον προσπεράσεις
έχει τα κέφια του απ’ εχθές
και στη δουλειά λείπεο ο σεφτές.
Ο Χάρος εξαπόστενε
πουρνό πουρνό στα δάση
τον παραγιό του απόστελνε
το θέρισμα μη χάσει.
Οι κοπελιές τραγούδαγαν
πικρό ψωμί με ιδρώτα
κι ο παραγιός απάντησε
κυρά ζωή σαν πρώτα.
Μη τον ακούς μη του μιλάς
μόν’ να τον προσπεράσεις
έχεις στα χέρια σου ίδρωτα
και στη δουλειά μεράκι.
Этот текст прочитали 280 раз.