Έσκυψε, πάνω σου, τ’ αστέρι
και έρανε σ’ αυτή την κάμψη,
χρυσόσκονη το πρόσωπο σου,
κάθε γωνιά του για να λάμψει.
Ήρθαν μαζί χοροπηδώντας,
της νύχτας τ’ άγρια ξωτικά,
παίζουν τριγύρω σου, γελούν,
σε ξεμαυλίζουν… τελικά.
Τα δέντρα στέκουν παραπέρα,
σκοποί βουβοί μες το σκοτάδι,
τα ζωα, γύρω, μαγεμένα,
προσμένουνε δικό σου χάδι.
Κι εσύ Καλή τα μάτια κλείνεις,
χαμογελάς και περιμένεις,
ότι ειν’ να γίνει, ότι ορίζουν,
τα χωρατά της ειμαρμένης.
Χρυσόσκονη ήταν η ζωή σου,
έδινε λάμψη, σ’ ότι ακουμπούσε,
θα 'πρεπε να το καταλάβω,
για πάντα δε θα διαρκούσε.