Σβήσαν τα φώτα από νωρίς
στο φτωχοταβερνάκι
και πού να βρω τη συντροφιά
στον πόνο μου να διώξω το σαράκι;
Το `χω για στέκι τακτικό
και άραζα τα βράδια,
εκεί με φίλους εξέχναγα του έρωτα
καημούς και χτυποκάρδια.
Με πήρ’ η νύχτα η σκοτεινή
έξω απ’ το ταβερνάκι
να κλαίω στο χιονόνερο μονάχος μου
το μόνο μου μεράκι.
Этот текст прочитали 349 раз.