Στην Κοκκινιά, στην καμαρούλα τη μικρή
ήρθα και σ’ ήβρα μοναχός σου μια γιορτή.
Μ’ είχες κεράσει ένα πράσινο πιοτό
και συζητούσαμε, που λες, για το στρατό.
Δεν έχουν τέλος αναμνήσεις σαν κι εκείνες
να λογαριάζεις τις ημέρες με τους μήνες.
Δεν έχουν τέλος αναμνήσεις σαν κι αυτές
σα σφραγισμένες πόρτες είναι και κλειστές.
Είν’ οι φιλίες του στρατού
καθώς το κλάμα του Χριστού
κι ο κόσμος γίνεται κλωστή
χωρίς κανένας να νοιαστεί.