Σύννεφα που παλεύετε
στου ουρανού το κύμα,
φέρτε μου τους χαρταετούς
που ταξιδεύουν πρίμα,
που ταξιδεύουν πρίμα.
Που `χουν φεγγάρια γελαστά
και ήλιο από μετάξι,
κι όσα, παιδί σαν ήμουνα,
στην άμμο είχα γράψει,
στην άμμο είχα γράψει.
Σκύβω, φιλώ τα χείλη σου
και φόβος δε με πιάνει,
κάνω καφέ κι η μέρα μου
κυλάει απ’ το φλυτζάνι,
κυλάει απ’ το φλυτζάνι.
Αγάπες μου γλυκόπιοτες
και όνειρα φευγάτα,
πείτε του κύρη των καιρών
να `χει καλά μαντάτα,
να `χει καλά μαντάτα.
Γιατί έχω δυο μικρές φωτιές
που παίρνουν και θεριεύουν,
πάνω σε λίμνες να πατούν
και να μην κινδυνεύουν,
και να μην κινδυνεύουν.
Σκύβω, φιλώ τα χείλη σου
και φόβος δε με πιάνει,
κάνω καφέ κι η μέρα μου
κυλάει απ’ το φλυτζάνι,
κυλάει απ’ το φλυτζάνι.